γάλαιο

γάλαιο
το (Μ γάλαιον)
νεοελλ.
αρωματικό υγρό που εκκρίνεται από το σώμα τής μοσχογαλής
μσν.
είδος μύρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”